μορταρία

μορταρία
η собир, хулиганьё; шпана (прост.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μορταρία" в других словарях:

  • μορταρία — η το συνάφι τών μόρτηδων, ο κόσμος τών αλητών, η αλαναρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόρτης + κατάλ. αρία (πρβλ. αλαν αρία)] …   Dictionary of Greek

  • -αρία — παραγωγική κατάλ. θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, η οποία αποσπάστηκε από αφηρημένα ουσιαστικά σε ία, παράγωγα ονομάτων ουσιαστικών ή επιθέτων σε αρος πρβλ. αδέκαρος αδεκαρία, απένταρος απενταρία, φαντάρος φανταρία. Στη συνέχεια η κατάλ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»